Η ζωή των αρβανιτόβλαχων της Όθρυος (μια μαρτυρία του 1851)

 

Ας προσπαθήσουμε να πλάσουμε τώρα τον τρόπο ζωής των Βλάχων της Όθρυος από μία σπάνια μαρτυρία του εγγονού του ξακουστού οπλαρχηγού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του Θεόδωρου Γενναίου Κολοκοτρώνη, ο οποίος τον Ιούνιο του 1851 ως ανθυπολοχαγός κινούνταν στην Όθρυ ψάχνοντας έναν ληστή της εποχής.
Επειδή παντού έβλεπε Αρβανιτόβλαχους τσομπαναραίους με παράξενες συνήθειες, κατέγραψε τις εντυπώσεις του, τις οποίες αργότερα δημοσίευσε στον «Τηλέγραφο» το 1881 με τίτλο ¨Ήθη και Έθιμα Αρβανιτοβλάχων ποιμένων¨, και από αυτόν πήρε και αναδημοσίευσε κάποια τμήματα και η «Εστία» της 3ης Μαΐου 1881. Η μαρτυρία αυτή παρουσιάστηκε από τον λαογράφο Γ. Θωμά στο «Α΄ Συνέδριο Αλμυριώτικων Σπουδών» και αναδημοσιεύθηκε στην «Ηπειρωτική Εστία» το 1989.

Από τα γραφόμενα του Κολοκοτρώνη μαθαίνουμε ότι κοντά στην πηγή ¨Βομπόκα¨ βρήκαν ένα τσελιγκάτο το οποίο όριζε ο τσέλιγκας Πούλιος. Ο αρχιτσέλιγκας αυτός ήταν ο απόλυτος άρχων του τσελιγκάτου και ο λόγος του ήταν σεβαστός απ’ όλους. Ασκούσε χρέη δικαστή σε τυχόν διενέξεις, κανόνιζε αλλά και ευλογούσε τους γάμους ανάμεσα στα μέλη του τσελιγκάτου, δηλαδή ήταν γενικός αρχηγός με τα όλα του. Οι Βλάχοι έμεναν μέσα σε καλύβες. Πάμε να δούμε την περιγραφή τους από τον νεαρό Κολοκοτρώνη:

«Κατασκευάζονται παρά των ιδίων εκ χόρτου και πασσάλων, εισί σχεδόν κωνοειδής. Εν τω μέσω αυτών , προς στήριξιν της τε στέγης και λοιπού σκελετού της καλύβης, τοποθετείται ιστός, αρχόμενος από της κορυφής και λήγων καθέτως προς την γην, εν η εμπήγνυται….» Οι κατοικίες αυτές είχαν και ανοίγματα τετράγωνα για παράθυρα, δύο, τρία ή τέσσερα ανάλογα με το μέγεθος τους. Για να μην μπαίνει το νερό της βροχής κολλούν επιμετώπιο όπως στο στρατιωτικό πηλίκιο. Την είσοδο την ανοίγουν πάντα από το πιο απαγγερό μέρος. Προσέχουν όμως πάντα οι καλύβες να υψώνονται σε κατηφορικό μέρος για να κυλούν τα βρόχινα νερά στο αυλάκι ου σκάβουν γύρω τους. Εσωτερικά στήνουν και κρεβάτια και σκαμνιά, όλα μόνιμα. Τα κατασκευάζουν γύρω-γύρω όπως πάνε τα τοιχώματα με ξύλα και σανίδες.
Εκτός από το νοικοκυριό τα περιουσιακά τους στοιχεία ήταν τα ζώα τους. Γίδια, πρόβατα (ράτσας «βούντα» με μακριά μαλλιά και πλατιά ουρά), άλογα και μουλάρια. Με μαλλιά προβάτων έκαναν τη «χοντρή» λεγόμενη ενδυμασία τους, «ήν φέρουσι σχεδόν ομοίαν άνδρες τε και γυναίκες». Τα ρούχα των γυναικών «έχουσι χρωματισμούς και ποικίλματα». Από μαλλί φτιάχνουν και βελέντζες πολύ μαλακές και τάπητες με χρωματισμούς. Από τις γίδινες τρίχες σκαρώνουν επενδύτες και κάπες. Ποτέ βροχή δεν τις διαπερνάει. Κατασκευάζουν ακόμη ταγάρια, σακιά, και μάλλινα, μονόχρωμα και πολύχρωμα.
Αξιοπρόσεχτα είναι όσα λέει για τα σκυλιά τους. Άγρια μεγαλόσωμα και ορμητικά. Τα φρόντιζαν πολύ, και επιπλέον τα αρσενικά τα όπλιζαν κατάλληλα για τους λύκους. Τους έβαζαν πλατιά ζώνη στο λαιμό και στο στήθος, και στη μέση της στερέωναν δίκοπο μαχαίρι με λάμα είκοσι πόντους. Όταν ορμούσε τώρα ο σκύλος πάνω στον λύκο θα τον τρυπούσε με το μαχαίρι στα σίγουρα.
Οι ίδιοι οι Αρβανιτόβλαχοι είπαν στον Κολοκοτρώνη πως είναι χριστιανοί, αλλά ούτε παπάδες είχαν, ούτε εκκλησιάζονταν. Τους γάμους όπως προανέφερα τους ευλογούσε ο ίδιος ο αρχιτσέλιγκας. Τις κηδείες όμως; Μάλλον κι εδώ δεν παρευρίσκονταν ιερέας. «Εις τας κηδείας –γράφει- εάν ο θανών είναι γέρων, ακολουθούν άπαντες σιωπηλοί, εάν δε νέος, άδοντες αυτοσχέδιον διά τον θανόντα.»
Οι γυναίκες δεν είχαν μεγάλη υπόληψη στην κοινωνία τους. Καμία από αυτές λογουχάρη δεν είχε το δικαίωμα να πάει καβάλα στις μετακινήσεις τους. Μόνο οι άντρες καβαλίκευαν. Οι γυναίκες πεζοπορούσαν, ακόμη και οι γριές, και μάλιστα όλες φορτωμένες ανάλογα την αντοχή τους. Επίσης είχαν έκφραση δειλή και θηλυπρεπή, αντίθετη με τους άντρες. Αυτοί είχαν «έκφρασιν αρειμάνιον και αγρίαν». Δεν επιτρεπόταν να αντικρύσουν ξένο άντρα!! Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο έπρεπε να εξαφανιστούν. «Σκορπίζονται περίτρομοι εις τας περιοχάς και προς τα δασώδη μέρη, ως αι δορκάδες όταν καταδιώκονται».
Σε άλλο σημείο των σημειώσεων του ο Κολοκοτρώνης αναφέρει πως όταν ο τσέλιγκας Πούλιος τον πήγε στον πατέρα του, και συγκινημένος ο γέρος του ανέφερε πως έκανε κλέφτης στον πατέρα του μεγάλου επαναστάτη.
«Αα!! Καυμένος, εφώναξε τότε. Γνώρισα τον παππούλη σου και τον προπαππούλη σου τον Κωνσταντή. Έκαμα κοντά του κλέφτης και με τον Οδυσσέα (πιθανότατα τον Ανδρούτσο). Όταν κάψαν τον Κουντάνη ‘ς τον Μωργιά, πήγα με τον παππούλη σου ΄ς τη Ζάκυνθο. Αχχ καυμένος. Πεθάναν τα λιοντάρια.»

Ο γερο-Πούλιος ήταν αρχιτσέλιγκας μέχρι τα 110 του χρόνια, όταν και έχασε το φως του και μεταβίβασε την αρχηγία στο γιο του ο οποίος ήταν γύρω στα 80 αλλά σύμφωνα με τον Κολοκοτρώνη φαινόταν 50 χρονών. Στη συνέχεια ο Κολοκοτρώνης περιγράφει τις ετοιμασίες του τσελιγκάτου για έναν γάμο που επρόκειτο να συμβεί και αναφέρει μάλιστα ένα έθιμο για το οποίο δεν έχουμε γνώση έως τις μέρες μας, πιθανόν γιατί σταμάτησε πρόωρα και δε διασώθηκε από μαρτυρίες των επιζώντων πλέον Βλάχων γερόντων. Πιο συγκεκριμένα ο τσέλιγκας έκρυψε τον Κολοκοτρώνη σε καλύβα απέναντι από αυτή της νύφης ώστε να του δείξει τα αντέτια (έθιμα) τους. Μόλις η νύφη βγήκε από την καλύβα της ανέβηκε και κάθησε σε ένα βαρέλι. Σιγά σιγά την κύκλωσαν άλλες βλάχες όρθιες, γνέθοντας. Μόλις συμπληρώθηκε ο κύκλος, η νύφη χαιρέτησε τις νέες με ένα σκύψιμο του κεφαλιού της. Μία απ’ όλες τότε άρχισε να τραγουδάει και σταδιακά την ακολούθησαν και οι άλλες. Ο Κολοκοτρώνης απομνημόνευσε μόνο δύο στίχους που επαναλαμβάνονταν έπειτα από κάθε στροφή και μας τους μεταφέρει:
«Μας άφησες σκλαβώθηκες γιατί ο θεός το θέλει
νυφούλα μου να κάμης γιους για να σκλαβώσουν άλλαις».

Όταν ο τσέλιγκας έγνεψε στον Κολοκοτρώνη να βγει έξω, σε ελάχιστα δευτερόλεπτα η νύφη και οι γυναίκες εξαφανίστηκαν. Συνεχίζει περιγράφοντας την πολύ πλούσια φιλοξενία των Βλάχων, τα τραπέζια που έκαναν προς τιμήν τους, την ιεραρχία που υπήρχε σε αυτά κλπ. Τόσο πολύ μάλιστα φαίνεται να απόλαυσε ο νεαρός Κολοκοτρώνης την φιλοξενία τους, που την ώρα της αναχώρησης των στρατιωτών από τον καταυλισμό, και ενώ οι νεόνυμφοι δεχόντουσαν τους χαιρετισμούς του τάγματος (οι στρατιώτες φιλούσαν τον γαμπρό στο μέτωπο, ενώ αυτός και η νύφη τους φιλούσαν τα χέρια), συγκινημένος μπήκε σε μία καλύβα όπως λέει, και έφτιαξε ένα δικό του τραγούδι στο ύφος των τραγουδιών που είχε ακούσει. Την ώρα του αποχαιρετιστήριου φαγητού λοιπόν, πήρε την άδεια του τσέλιγκα και τους απήγγειλε το ποίημα του. Το αποτέλεσμα όπως περιγράφει ο ίδιος, ήταν μία ατμόσφαιρα ενθουσιασμού με εκρήξεις κεφιού.
Το τραγούδι το οποίο ήθελε να «το αφήση εις ανάμνησιν» όπως λέει ο ίδιος, είναι το παρακάτω:

«Νυφούλα μου περήφανη που πήρες το λεβέντη,
άκουσε το τραγούδι μου, γιατί ‘ναι ευχής τραγούδι.
Να ζήσης με τον άνδρα σου χρόνους καιρούς, ζαμάνια,
και πάντα ‘ς στο κονάκι σου να’ χεις χαραίς και γλέντια.
Να κάμης γιους αρματολούς να μοιάζουν του λεβέντη.
Τσούπ(ρ)ες σαν τ’ άστρι της αυγής της μάνας τους να μοιάζουν.
Να ιδής γαμβρούς ‘ς την πόρτα σου, νυφάδες ‘ς στην αυλή σου
να ιδής καλά γεράματα και ‘γγόνια και τριγγόνια.
Κ’ όταν θα νάρθη ο καιρός τα μάτια σου να κλείσης
τα αγγελούδια του θεού να πάρουν την ψυχή σου.»


Το τραγούδι του αυτό, το ζήτησαν οι Αρβαν/χοι να το μάθουν για να το λένε. Ο συνθέτης το είπε και το ξανάπε, και έτσι αυτό μπολιάστηκε στον κορμό της μουσικής παράδοσης των Βλάχων. Απ’ όσα μας λέει ο Κολοκοτρώνης βλέπουμε μία κλειστή κοινωνία, με αυστηρούς κανόνες, και τα δικά της ήθη και έθιμα. Οφείλουμε να τον ευχαριστήσουμε για τις γνώσεις που μας μετέφερε για την αρβανιτοβλάχικη ζωή, ψηλά στα βουνά του προπερασμένου αιώνα.