Πρώτες γραπτές αναφορές

 

Οι Βλαχόφωνοι Έλληνες συνεχίζουν αιώνες τώρα την πορεία τους μέσα στην ιστορία. Γνήσιο, καθαρόαιμο και ακριβό κομμάτι του Ελληνισμού, άρρηκτα συνδεδεμένο με τον εθνικό κορμό.
Τα ιστορικά στοιχεία για τους Βλάχους βρίσκονται διάσπαρτα στους Βυζαντινούς χρονογράφους και η ιστορική παρουσία τους έχει πορεία περίπου δύο χιλιάδων ετών, με τις ρίζες στα Ρωμαϊκά χρόνια και στον εκλατινισμό των Βαλκανίων.
Οι Ρωμαίοι γίνονται σταδιακά κύριοι στη νότια βαλκανική, από το 219 π.Χ , όταν έβαλαν για πρώτη φορά πόδι στα Bαλκάνια, ως το 146 π.Χ, όταν υπέταξαν τη νότια Ελλάδα, και έκτοτε αρχίζει ο εκλατινισμός των Βαλκανίων, και δημιουργείται το Latinum Balcanicum (η λεγόμενη λαϊκή λατινική γλώσσα της Βαλκανικής), από το οποίο προήλθαν τέσσερις νεολατινικές αυτόνομες γλώσσες: η Βλάχικη στη νότια Βαλκανική, η Μογλενιτική στη μεθόριο με τα Σκόπια, η Ιστριακή στην ΄Ιστρια, και η Ρουμανική βόρεια του Δούναβη. Οι δύο πρώτες είναι στον άξονα της Εγνατίας οδού, και οι άλλες δύο στον άξονα του Δούναβη. Με τον ίδιο τρόπο, από τη δυτική Λατινική προήλθαν οι σύγχρονες Ιταλική, Γαλλική, Ισπανική, και Πορτογαλική γλώσσα. Έτσι εξηγούνται οι ομοιότητες της Βλάχικης γλώσσας και με αυτές τις Ευρωπαϊκές γλώσσες, όπως και με τις αντίστοιχες νεολατινικές της Βαλκανικής. Σημεία άξια προσοχής είναι:

Το Διάταγμα του Καρακάλα: ¨Edictum Antoninianum¨ (212 μ.Χ): Σύμφωνα με αυτό το διάταγμα όλοι οι κάτοικοι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αποκτούν το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη (Romanus cives), και σταδιακά σχηματίζεται το όνομα με το οποίο αυτοπροσδιορίζονται οι Βλάχοι: Armanji ή Rramanji. Οι βλαχόφωνοι Έλληνες λοιπόν αποκαλούνται Βλάχοι, ενώ οι ίδιοι αποκαλούν τους εαυτούς τους «Αρμάνους» (Αρομούν ή Αρμούν). Ο όρος αυτός είναι παράφραση του όρου Ρωμιός που σημαίνει Ρωμαίος πολίτης. Χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τους Έλληνες υπό ξένη κυριαρχία.
Έτσι το Armani είναι παραφθορά του Romani. Έχει προστεθεί δηλαδή το α + η λέξη Ρωμιός. Να σημειωθεί ότι αυτό το α μπαίνει μπροστά από πολλές αρμανικές λέξεις που αρχίζουν από ρ όπως: ρούο-αρούο = = ποταμός, ρόκουτ-αρόκουτ=ρόδα. Σύμφωνα με τον καθηγητή Αχιλ. Λαζάρου το α- «είναι ένα πανάρχαια ελληνικό προθετικό το οποίο διευκολύνει την προφορά». Οι Βλάχοι λοιπόν αυτοαποκαλούμενοι ως Armani, το μόνο που κάνουν είναι να ονομάζονται Ρωμιοί στην γλώσσα τους.

Επίσης ο ιστορικός Θεοφύλακτος Σιμοκάττης αναφέρει το εξής περιστατικό που έγινε κατά την εκστρατεία των βυζαντινών στρατευμάτων κατά των Αβάρων στη Θράκη (579 μ.Χ ) και το οποίο θεωρείται ως η πρώτη καταγραφή Βλάχικης γλώσσας το: "τη πατρώα φωνή ... τόρνα, τόρνα, φράτερ και ο μεν κύριος τoυ ημιόνοu την φωνήν ουκ ήσθετο, οι δε λαοί ακούσαντες και τους πολεμίους επιστηναι αυτοίς υπονοήσαντες, εις φυγήν ετράπησαν, τόρνα τόρνα μεγίσταις φωνές ανακράζοντες...".
Ένα μουλάρι δηλαδή μισοέγειρε από τη μια μεριά και δεν το αντιλήφθηκε ο ημιονηγός, δηλαδή ο κυρατζής που πήγαινε μπροστά. Το αντιλήφθηκε όμως αυτός που ακολουθούσε και φώναξε στην πατρική γλώσσα: «…τη πατρώα φωνή: τόρνα, τόρνα, φράτερ...» δηλαδή «γέρνει-γέρνει αδελφέ» ή «γύρνα-γύρνα αδελφέ». Ο στρατός το παρεξήγησε και τράπηκε σε φυγή, γιατί το ταύτισε με το ομόηχο tornate, δηλ. γυρίστε πίσω. Αυτή η μαρτυρία εκλαμβάνεται ως η πρώτη γραπτή μαρτυρία για τη βλάχικη γλώσσα. Η φράση επέζησε σχεδόν ατόφια, για πολλά χρόνια στους Βλάχους κυρατζήδες. Το ίδιο γεγονός επιβεβαιώνει και ο ιστορικός Θεοφάνης.

Επίσης υπάρχει και η καταγραφή του ιστορικού και στρατιωτικού διοικητή της Μ. Ασίας Ιωάννη Λυδού, (επί Ιουστινιανού, τον 6ο αι. μ.Χ). «καίπερ εκ του πλείονος Έλληνες όντες, τη των Ιταλών αύλα φθέγγεσθαι φωνήν». Δηλαδή αν και στη συντριπτική πλειοψηφία (στην Βαλκανική χερσόνησο εννοεί), ο πληθυσμός είναι Έλληνες, ομιλούν Λατινικά. Άρα ο εκλατινισμός τον 6ο αι. είχε ήδη επικρατήσει στα Βαλκάνια.

Τέλος γραπτή αναφορά στο όνομα βλάχος γίνεται από τον Γεώργιο Κεδρηνό το 976 μ.Χ. ο οποίος έγραψε πως ο αδελφός του μετέπειτα Βούλγαρου αυτοκράτορα Σαμουήλ σκοτώθηκε το 976 από " Βλάχους οδίτες "μεταξύ Καστοριάς και Πρεσπών¨, "τούτων δε των τεσσάρων αδελφών Δαβίδ μεν ευθής απεβιώ αναιρεθείς μέσον Καστοριάς και Πρέσπας κατά τάς λεγόμενας Καλάς Δρύς παρά τινών Βλάχων οδιτών".

Επίσης αναφορές στους Βλάχους εκτός των προηγουμένων, βρίσκονται ακόμη και στις παρακάτω πηγές:

Στον ιστορικό Κεκαυμένο στο "Στρατηγικόν" του, ο οποίος περιέγραψε «πολεμοχαρείς Βλάχους» γύρω από τα Τρίκαλα και τη Λάρισα.
Στον ιστορικό Νικήτα Χωνιάτη: «Τα της Θετταλίας Μετέωρα, α νυν Μεγάλη Βλαχία κικλήσκεται», δηλ. Μεγάλη Βλαχία ονομαζόταν η περιοχή της Θεσσαλίας.
Στο ¨Οδοιπορικό¨ του Ιουδαίου περιηγητή Βενιαμίν (εκ Τουδέλης), στα 1159: «Σε απόσταση μιας ακόμη μέρας βρίσκεται το Sinon Potamo ή Ζητούνι (Λαμία) όπου ζουν πενήντα Εβραίοι. Εδώ βρίσκονται τα σύνορα της Βλαχίας που οι κάτοικοι τους ονομάζονται Βλάχοι...»
Μικρή Βλαχία οι Τούρκοι αποκαλούσαν την περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας, η οποία ως τα χρόνια του Κοσμά του Αιτωλού ήταν στην πλειοψηφία βλαχόφωνη, όπως διαφαίνεται από το πλήθος των βλάχικων τοπωνυμίων, και το επίγραμμα του Ευγένιου του Αιτωλού, στο οποίο τονίζεται ότι οι ντόπιοι κάτοικοι την πηγή τη λένε φοντάνα, δηλ. fantana στη βλάχικη γλώσσα.
Σε έγγραφο των Ενετικών Αρχείων με ημερομηνία 27 Ιουλίου 1423 διατάσσεται η μίσθωση Βλάχων για την υπεράσπιση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους.
Απόηχος για τους Βλάχους ενυπάρχει στον ¨Ερωτόκριτο¨ (ο Ερωτόκριτος μονομάχησε με τον «Βασιλιά των Βλάχων»), στα ακριτικά τραγούδια (Του Μικρού Βλαχόπουλου), στο ¨Χρονικό του Μωρέως¨.

Δεν υπάρχει περιηγητής που να επισκέφθηκε την Ελλάδα τον 17ο , 18ο, 19ο και 20ο αιώνα και να μην κάνει λόγο για τους Βλάχους Ενδεικτικά αναφέρονται τα ονόματα των Pouqueville (Voyage en Grece), Leak (Travels in Northern Greece), Heuzey (1858), Coυzineri (Voyages en Macedoine), Berard (Τουρκοκρατία και Ελληνισμός), Wace-Thompson (Νομάδες των Βαλκανίων) κ.τ.λ.

Το αρχαιότερο δείγμα βλάχικου γραπτού λόγου είναι η επιγραφή του ιερομόναχου Νεκταρίου Τέρπου σε ξύλινη εικόνα του 1731 που ανακαλύφθηκε το 1950, η οποία προέρχεται από την εκκλησία της Παναγίας του χωριού Αρδενίτσα στην πεδιάδα της Μουζακιάς στην Αλβανία. Η εικόνα δείχνει τη Παναγία Βρεφοκρατούσα και γράφει με ελληνική γραφή ¨Βίργιρε Μούμα-λ τουμνεζί ώρε τρέ νόϊ πεκετόσσλοιι¨, δηλαδή : ¨Παρθένος η μητέρα του Θεού δεήσου και για εμάς τους αμαρτωλούς¨.
Άλλη επιγραφή γραμμένη στη βλάχικη γλώσσα υπάρχει σε μοναστήρι του χωριού Κλεινοβός Τρικάλων από τον ζωγράφο Μιχαήλ Αναγνώστου Δημητρίου, από τη Σαμαρίνα, με χρονολογία 1789. Οι στίχοι της επιγραφής είναι γραμμένοι σε τρεις γλώσσες: Ελληνική-Καθαρεύουσα, Ελληνική-Δημοτική και βλάχικη με ελληνικούς χαρακτήρες (την παραθέτουμε διατηρώντας την αυθεντική γραφή και ορθογραφία):

ΚΑΘΑΡΕΥΟΥΣΑ

ΦΟΒΩ ΠΡΟΒΑΙΝΕ ΤΗΝ ΠΥΛΗΝ ΤΗΣ ΕΙΣΟΔΟΥ.
ΤΡΟΜΩ ΛΑΜΒΑΝΕ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ.
ΙΝΑ ΜΗ ΚΑΤΑΦΛΕΧΘΗΣ ΠΥΡΙ ΤΩ ΑΙΩΝΙΩ

ΔΗΜΟΤΙΚΗ

ΣΚΙΑΖΟΥ Κ΄ ΕΜΠΑΙΝΕ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ.
ΤΡΕΜΕ Κ΄ ΕΠΕΡΝΕ ΤΗΝ ΘΕΙΑΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ.
ΚΟΛΑΣΕΣ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑΙΣ ΑΝ ΘΕΛΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ΦΥΓΗΣ.

ΒΛΑΧΙΚΑ

ΙΝΤΡΑ ΜΠΑΣΙΑΡΕΚΑ ΚΟΥ ΜΟΥΛΤΑ ΠΑΒΡΙΕ.
ΤΡΙΑΜΠΟΥΡΑ ΛΟΥΝΤΑΛΟΥΪ ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΜΝΙΚΑΤΟΥΡΑ.
ΦΩΚΟΛΟΥ ΑΚΣΙ ΣΗ ΚΟΛΑΣΙΑ ΤΡΑ ΣΚΑΚΗ


Η εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας του 1731
από την εκκλησία της Παναγίας του χωριού Αρδενίτσα
στην πεδιάδα της Μουζακιάς στην Αλβανία.